Από την αρχαιότητα έως σήμερα, ο «χώρος» αποτελούσε ένα μέσον έκφρασης. Από τον σχεδιασμό μιας πόλης, μέχρι την αρχιτεκτονική δομή των κατοικιών, ο «χώρος» ακολουθούσε πιστά τις ανάγκες της κάθε κοινωνίας, όπως αυτές διαμορφώνονταν ανάλογα με το γεωγραφικό σημείο που βρίσκονταν, την εποχή, τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, τις θρησκευτικές αντιλήψεις και τις φιλοσοφικές και επιστημονικές αποχρώσεις.
Έτσι και ο σχολικός «χώρος», ζωγράφισε μέσα στους αιώνες τη δική του, προσωπική ιστορία. Επηρεασμένος κάθε φορά από τις περιπέτειες των επιστημονικών, κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών, τα χρώματα που στόλισαν το δικό του μονοπάτι ποικίλουν ανάλογα με την κάθε εποχή και τις ανάγκες της. Και το μονοπάτι αυτό συνεχίζει να χρωματίζεται μέχρι και σήμερα.
Κατά την Αρχαιοελληνική και Βυζαντινή περίοδο δεν υπήρχαν σχολικά κτίρια, καθώς η δημόσια εκπαίδευση ήταν ανύπαρκτη. Εκτός από τα γυμναστήρια, που ήταν κοινός χώρος διδασκαλίας και φυσικής αγωγής, τα μαθήματα διεξάγονταν κατ’ οίκον, και ήταν προνόμιο μόνο των παιδιών που ανήκαν σε οικονομικά εύπορες οικογένειες. Κατά την Βυζαντινή περίοδο δε, τα μαθήματα διδάσκονταν από ιερωμένους, καθώς η εκπαίδευση τελούσε υπό την εποπτεία της Εκκλησίας.
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η ανάγκη για διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και της ελληνορθόδοξης πίστης ήταν μεγάλη. Τον 17ο αιώνα ιδρύθηκε το πρώτο ελληνικό εκπαιδευτήριο από την ελληνική κοινότητα της Βενετίας, γνωστό ως «Φλαγγίνειο Φροντιστήριο», ενώ στις αρχές του 18ου αιώνα ιδρύεται στην Αθήνα το «Φροντιστήριο Ελληνικών Μαθημάτων». Τα σχολεία της περιόδου αυτής ήταν ελάχιστα, και συνήθως χτίζονταν στα προαύλια των εκκλησιών, καθώς οι δάσκαλοι ήταν ως επί το πλείστον κληρικοί. Τα πρώτα αυτά σχολικά κτίρια αποτελούνταν από έναν ή δύο το πολύ χώρους με ορθογωνική κάτοψη, και οι μαθητές κάθονταν στο πάτωμα επάνω σε προβειές ή ψάθες. Φυσικά δεν υπήρχαν χώροι υγιεινής, αφού οι υποτυπώδεις αυτές σχολικές μονάδες μετά βίας κάλυπταν τις βασικές ανάγκες της εκπαίδευσης.
Η μεγάλη αλλαγή στους χώρους εκπαίδευσης ξεκίνησε με τον Ι. Καποδίστρια. Σ’ αυτή την πρώτη οργανωμένη προσπάθεια ίδρυσης σχολείων, σχεδιάστηκαν κτίρια που συμπεριλάμβαναν χώρους υγιεινής, αλλά και υπαίθριους χώρους. Το κόστος δημιουργίας και συντήρησης των σχολικών αυτών μονάδων επιβάρυνε τους δήμους και τις κοινότητες.
Στην μετά Καποδίστρια εποχή, η ευθύνη για την δημιουργία σχολικών κτιρίων πέρασε στο κράτος. Έτσι, από το 1895 έως το 1929 ιδρύθηκαν περίπου 1.500 διδακτήρια δημοτικής εκπαίδευσης, ενώ ταυτόχρονα ξεκινά και η κατασκευή κτιρίων ανώτερης βαθμίδας (γυμνάσια, ακαδημίες). Το κτιριακό ύφος αυτών των σχολικών μονάδων ήταν επηρεασμένο από την εποχή του νεοκλασικισμού. Καθώς η εκπαίδευση εκείνη την περίοδο ήταν καθαρά δασκαλοκεντρική, τα σχολικά κτίρια κάθε άλλο παρά εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των μαθητών. Το μνημειακό ύφος και η απόλυτη συμμετρία ενέπνεαν την τάξη, την πειθαρχία και το κάλλος, στοιχεία της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής, που όμως δεν ήταν καθόλου λειτουργικά και έβαζαν τον επαρκή φωτισμό των αιθουσών και τις σχέσεις εσωτερικών με εξωτερικούς χώρους σε δεύτερη μοίρα.
Από το 1930 και μετά ξεκινά μια νέα εποχή για τα σχολικά κτίρια, καθώς το Υπουργείο Παιδείας ιδρύει μια υπηρεσία αποτελούμενη από νέους αρχιτέκτονες, οι οποίοι προχωρούν σε μια ριζική αλλαγή των σχολικών χώρων, σύμφωνα με τις ανάγκες της εποχής. Η νέα αυτή σχεδιαστική ομάδα έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στον φωτισμό των αιθουσών, και μάλιστα χαρακτηρίστηκε ως ο πλέον κατάλληλος ο μεσημβρινός προσανατολισμός. Μελετήθηκε επίσης η χρωματολογία των σχολικών αιθουσών, σε μια προσπάθεια να δοθεί ένας χαρούμενος τόνος, αλλά ταυτόχρονα σοβαρός και απέριττος.
Την υπηρεσία αυτή ήρθε να αντικαταστήσει το 1962 ο Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων (ΟΣΚ), ο οποίος όμως δέχτηκε σφοδρή κριτική ως προς την αποτελεσματικότητα και την λειτουργικότητα των σχολικών κτιρίων που ίδρυσε.
Οι επιστημονικές και παιδαγωγικές εξελίξεις σήμερα έχουν αλλάξει το σκηνικό διεθνώς στον χώρο των σχολικών κτιρίων. Και όλο αυτό ξεκινάει από μια αλλαγή σε μεγαλύτερη κλίμακα, εκείνη της δομής των σύγχρονων κοινωνιών. Οι ομάδες προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι αντιρατσιστικές οργανώσεις, οι μελέτες επιστημόνων ως προς την σημασία της ψυχολογίας του ανθρώπινου δυναμικού, βάζουν σε πρώτο πλάνο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Καθώς λοιπόν η σημερινή κοινωνική πολιτική επιδιώκει ή τουλάχιστον φωνάζει ότι προσπαθεί να γίνει πιο ανθρωποκεντρική, η εκπαίδευση δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από αυτή την προσπάθεια.
Έπειτα από μακρόχρονες και επίπονες επιστημονικές μελέτες, δόθηκε στον σχολικό «χώρο» η δέουσα σημασία. Τα τελευταία χρόνια απεδείχθη περίτρανα ότι ο «χώρος» παίζει σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση συμπεριφορικών φαινομένων, αλλά και στην κοινωνικοσυναισθηματική και γνωστική ανάπτυξη των μαθητών. Γίνεται μέσον επικοινωνίας στα σχολεία. Επικοινωνίας των μαθητών μεταξύ τους, αλλά και των μαθητών με τους δασκάλους τους. Και μέσα σ’ αυτήν την δύνη των εκπαιδευτικών αλλαγών, γεννιέται και η σύγχρονη Προσχολική Εκπαίδευση.
Η Προσχολική Εκπαίδευση αναγεννάται και αποκτά νέα σημασία στους επιστημονικούς χώρους, και η συγκυρία της αναγέννησής της συμπίπτει με την κοινωνική στροφή προς τον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Καθώς λοιπόν αυτή η βαθμίδα της εκπαίδευσης ανακηρύσσεται ως η σημαντικότερη στην ανάπτυξη των παιδιών, δίνεται μια πιο ανθρωποκεντρική έκφραση στο νέο της χωροταξικό πρόσωπο. Το αποτέλεσμα είναι σήμερα να αποτελεί πρότυπο και για τις υπόλοιπες βαθμίδες.
Ο φυσικός φωτισμός των αιθουσών και των σχολικών χώρων είναι το πρώτο βήμα στην νέα αρχιτεκτονική φιλοσοφία των σχολικών κτιρίων. Οι σύγχρονες σχολικές μονάδες που χτίζονται πλέον στο εξωτερικό, αλλά και σε κάποια εκπαιδευτήρια της χώρας μας, είναι κυκλικές. Η φιλοσοφία της κυκλικής αρχιτεκτονικής των σχολικών κτιρίων ξεκίνησε από τα νηπιαγωγεία ενός μικρού δήμου της Ιταλίας, του Reggio Emilia. Τα δημοτικά νηπιαγωγεία του Reggio Emilia εφαρμόζουν εδώ και χρόνια την δική τους «παιδαγωγική πατέντα», γνωστή και ως «Παιδαγωγική Προσέγγιση Reggio Emilia», που θεωρείται η πιο σύγχρονη και επιτυχημένη μέθοδος στην εφαρμοσμένη παιδαγωγική σήμερα, στοιχεία της οποίας χρησιμοποιούν πολλά νηπιαγωγεία του κόσμου, μεταξύ αυτών και το ελληνικό. Το προαύλιο βρίσκεται στο κέντρο του κύκλου, λειτουργώντας περίπου σαν ένα τεράστιο αίθριο. Τα παράθυρα είναι μεγάλα, επιτρέποντας έτσι την οπτική επαφή με όλους τους χώρους τους σχολείου, εσωτερικούς και εξωτερικούς ταυτόχρονα. Στους τοίχους που χωρίζουν τις τάξεις από τον διάδρομο υπάρχουν επίσης μικρότερα παράθυρα, ώστε να δημιουργούνται παιχνίδια φωτός μέσα στους κλειστούς χώρους του σχολείου. Με αυτόν τον τρόπο συνδέονται οπτικά, αλλά και πρακτικά όλοι οι εσωτερικοί χώροι του σχολείου με τους εξωτερικούς, καταργώντας ουσιαστικά τις κλειστοφοβικές και σκοτεινές αίθουσες του παρελθόντος. Η οπτική επαφή με τον «έξω κόσμο» δημιουργεί μια μοναδική προοπτική στις τάξεις, τις μεγαλώνει και τις κάνει πιο φωτεινές και ευχάριστες. Επιπλέον αυτή η οπτική επαφή με το «έξω» - καθώς τα παράθυρα των τάξεων αντικρίζουν τον περιβάλλοντα χώρο έξω από την σχολική μονάδα - φέρνει το σχολείο πιο κοντά στους ρυθμούς της πραγματικής ζωής στην κοινότητα, γίνεται μέρος της και δεν αποκόβεται από αυτήν. Τα παιδιά γίνονται πιο εξωστρεφή και διευκολύνεται έτσι η συναισθηματική τους έκφραση.
Το επόμενο βήμα είναι η χρωματολογία των χώρων του σχολείου. Η διχρωμία μέσα στις τάξεις είναι η πλέον ενδεδειγμένη. Ο συνδυασμός ζεστών και χαρούμενων χρωμάτων, όπως το πορτοκαλί και το πράσινο, με πιο ουδέτερα, όπως το εκρού, δημιουργεί μια αίσθηση ασφάλειας, ζεστασιάς και ευχαρίστησης, χωρίς όμως να αποσπά την προσοχή των παιδιών. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, συνιστάται τα έντονα χρώματα να καταλαμβάνουν μικρότερη έκταση στους τοίχους, ενώ τα ουδέτερα μεγαλύτερη. Για παράδειγμα μπορεί ένας τοίχος να είναι πορτοκαλί και όλοι οι υπόλοιποι εκρού. Ή αλλιώς, όλοι οι τοίχοι να είναι βαμμένοι πράσινοι στο 1/3 και από κάτω προς τα επάνω, ενώ τα 2/3 του τοίχου από επάνω προς τα κάτω να έχουν ένα ουδέτερο χρώμα.
Ένα σημαντικό κομμάτι της χωροταξικής ψυχολογίας στα σχολεία είναι η έκταση των αιθουσών. Οι αίθουσες δε θα πρέπει να είναι ούτε πολύ μεγάλες, ούτε πολύ μικρές. Μία μεγάλη αίθουσα δημιουργεί την αίσθηση του χάους. Σ’ έναν μεγάλο χώρο δεν υπάρχει σύνολο. Υπάρχουν μόνο μονάδες διάσπαρτες παντού. Έτσι τα παιδιά κλείνονται στον εαυτό τους και βιώνουν την μοναξιά τους ως μονάδες, που δεν μπορούν να ενταχθούν εύκολα στο σύνολο. Επίσης ο ήχος διαχέεται στον χώρο και εξαφανίζεται. Η αλληλεπίδραση των μαθητών μεταξύ τους παρεμποδίζεται από τις μεγάλες αποστάσεις, με αποτέλεσμα να μην αναπτύσσουν υγιείς κοινωνικούς δεσμούς. Από την άλλη, μία μικρή αίθουσα έχει άλλου είδους αποτελέσματα. Σ’ έναν μικρό χώρο μπορεί να υπάρχει σύνολο, αλλά δεν υπάρχουν ανθρώπινες μονάδες. Οι μαθητές είναι τόσο κοντά ο ένας στον άλλον, που μοιάζουν πια σαν μια ανθρώπινη μάζα. Κάπως έτσι καταργείται ο προσωπικός χώρος του καθενός, κάτι που μπορεί να ενισχύσει την επιθετικότητα ή την χαμηλή αυτοεκτίμηση των παιδιών. Η έκταση των αιθουσών όμως εξαρτάται και από την ηλικία των μαθητών. Για παράδειγμα οι τάξεις των νηπιαγωγείων είναι πολυλειτουργικές, που σημαίνει ότι θα πρέπει να είναι λίγο μεγαλύτερες από τις αίθουσες των δημοτικών σχολείων. Στα δημοτικά σχολεία οι αίθουσες είναι μεν πολυλειτουργικές, όμως το μάθημα διεξάγεται και σε άλλες αίθουσες, όπως το χημείο ή τη βιβλιοθήκη του σχολείου. Συνεπώς οι αίθουσες διδασκαλίας θα πρέπει να είναι λίγο μικρότερες. Στα γυμνάσια και τα λύκεια το μάθημα διεξάγεται σε περισσότερες από μία αίθουσες, καθώς τα γνωστικά αντικείμενα πλέον είναι πιο εξειδικευμένα. Εκεί οι αίθουσες θα πρέπει να είναι σαφώς μικρότερες.
Τέλος, σημαντικό ρόλο παίζει η παιδαγωγική οργάνωση του χώρου. Η ορθή δηλαδή τοποθέτηση των επίπλων και των αντικειμένων μέσα στην αίθουσα. Το δασκαλοκεντρικό μοντέλο της υπερυψωμένης έδρας απ’ όπου ο δάσκαλος αντίκριζε τους μαθητές του αφ’ υψηλού, αλλά και η στοίχιση των θρανίων το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, ώστε οι μαθητές να βλέπουν τις πλάτες των συμμαθητών τους έχει περάσει στο παρελθόν. Το νέο μοντέλο διδασκαλίας είναι μαθητοκεντρικό και δίνει έμφαση στους μαθητές και τις δικές τους ανάγκες. Η τοποθέτηση των θρανίων κυκλικά μέσα στην τάξη διευκολύνει την επικοινωνιακή αλληλεπίδραση των μαθητών μεταξύ τους, αλλά και των μαθητών με τον δάσκαλο. Επιπλέον ο δάσκαλος έρχεται πιο κοντά στους μαθητές του, ώστε να μπορεί να αφουγκραστεί τις ανησυχίες τους και τους προβληματισμούς τους. Το μάθημα διεξάγεται διαδραστικά, με την συνεχή συμμετοχή των μαθητών σ’ αυτό. Κάτι τέτοιο διευκολύνει την ομαλή κοινωνικοσυναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών, ενισχύει την αυτοπεποίθησή τους και καλλιεργεί την κρίση και την ελεύθερη σκέψη τους.
Όπως όμως ήδη είπαμε, το μονοπάτι του σχολικού χώρου ακόμα χρωματίζεται. Η προσέγγιση της παιδαγωγικής οργάνωσης χώρου έχει ήδη γίνει σε θεωρητικό επίπεδο από την επιστήμη της αρχιτεκτονικής, καθώς επίσης και από την επιστήμη της παιδαγωγικής. Το μόνο που χρειάζεται τώρα είναι η κοινή προσέγγιση σε πρακτικό πλέον επίπεδο και από τις δύο επιστήμες σε συνεργασία. Μια τέτοια σύνθεση θα μετέτρεπε την αναβάθμιση των σχολικών κτιρίων από πρωτοποριακή και για λίγους σε δεδομένη και για όλους. Και αυτό θα αποτελούσε σίγουρα ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του ανθρώπου στην σύγχρονη εκπαίδευση!
Ίριδα Τσολάκη
Εκπαιδευτικός Προσχολικής Αγωγής Α. Π. Θ.